- οικούρημα
- οἰκούρημα, τὸ (Α) [οικουρώ]1. η φύλαξη τού σπιτιού («πικρὸν τόδ' οἰκούρημα δεσπόταις ἐμοῑς», Ευρ.)2. η διαμονή στο σπίτι, η οικουρία3. φρ. «φθείρω οἰκουρήματα» — διαφθείρω τις γυναίκες που μένουν στο σπίτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰκούρημα — the watch neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκουρήμαθ' — οἰκουρήματα , οἰκούρημα the watch neut nom/voc/acc pl οἰκουρήματι , οἰκούρημα the watch neut dat sg οἰκουρήματε , οἰκούρημα the watch neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)